ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ. (ΣΤ.ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ)

3/25/2021

 






Παραλλαγές στην ιστορική πορεία του Δημοτικού Τραγουδιού



Είναι γνωστό ότι τα δημοτικά μας τραγούδια, στο πέρασμα του χρόνου, έχουν υποστεί και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Αξίζει ιδιαίτερα να τονισθεί ότι πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που καταγράφτηκαν τον 19ο αι. και στις αρχές του 20ου αι., ακόμα και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφτηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσολογικές επιλογές των καταγραφέων. Ακόμα είναι διαπιστωμένο, ότι τα ακόμη "νωπά" δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, γνώρισαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του (αυθεντικού) δημοτικού τραγουδιού...





Αν και με την πάροδο του χρόνο άρχισε να επικρατεί η (σωστή) αντίληψη περί ουσιαστικής διάσωσης και διατήρησης του αυθεντικού πρωτότυπου (και εδώ η παρέμβαση του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτη υπήρξε πολύ σημαντική), εν τούτοις, πολλά δημοτικά τραγούδια που έχουν συλλεχθεί και περιλαμβάνονται σε χιλιάδες συλλογών και ανθολογιών, βρίσκονται σήμερα - άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο - σε μια παραλλαγμένη ή και εντελώς αλλοιωμένη μορφή, σε σχέση με την πρωταρχική τους έκδοση. Παραλλαγές, προσαρμογές και αλλοιώσεις παρατηρήθηκαν και τα ύστερα χρόνια -- μέσα του 20ου αι. ή και αργότερα. Ειδικότερα, προκειμένου για τραγούδια που είχαν μεγάλη απήχηση στο λαό και ως εκ τούτου διαδόθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, ένα τραγούδι να είναι γνωστό και να ακούγεται σήμερα σε πολλές εκδόσεις, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην πορεία του χρόνου και στους διαφορετικούς τόπους. Ακόμα περισσότερο, αφού αρκετές παραλλαγές διαμορφώθηκαν και "επιβλήθηκαν" τις τελευταίες δεκαετίες από διάφορους κατά τόπους επαγγελματίες ερμηνευτές. Οι ερμηνευτές αυτοί άλλοτε διαφοροποιούσαν ελαφρώς τους αυθεντικούς στίχους και άλλοτε προσάρμοζαν το αρχικό "πρωτότυπο" στις δικές τους προτιμήσεις, επιφέροντας μικρότερες ή και μεγαλύτερες αλλοιώσεις στη μουσική ερμηνεία, στο στίχο, ή ακόμα και στο νόημα.



Σαν συνέπεια των παραπάνω, περιπτώσεις όπου είναι αμφίβολη η αρχική (τοπική και χρονική) προέλευση, οι στίχοι, οι αναφορές και η ακριβής μουσική απόδοση ενός δημοτικού τραγουδιού είναι και μαρτυρούνται πολλές και απασχολούν κατά καιρούς τους διάφορους μελετητές, ιστορικούς, μουσικολόγους και λαογράφους. Έχει βεβαίως ως ένα βαθμό επικρατήσει - και αυτό είναι βέβαια φυσικό - να εκλαμβάνεται σαν αυθεντική εκδοχή, η παραλλαγή που αντιστοιχεί στα δεδομένα της πρώτης καταγραφής και δημοσίευσης: προέλευση (που ή/και από ποιόν ακούστηκε), στίχοι, ακόμα και ακριβής μουσική απόδοση (στο μέτρο που είναι δυνατόν να καταγραφεί). Αλλά και αυτή η αρχή συχνά καταστρατηγείται από τους μη "ειδικούς" ή και μπορεί να αμφισβητηθεί, αν βρεθούν ισχυρές μαρτυρίες και ενδείξεις για προγενέστερη ύπαρξή του, κάτι που ασφαλώς απαιτεί εξαντλητική έρευνα. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις ο εγερθείς προβληματισμός παραμένει ανοικτός, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τις - συχνά αλληλοσυγκρουόμενες - ερμηνείες και εκδοχές. Και σε άλλες τέλος, τα όρια μεταξύ αλλοίωσης και παραποίησης συγχέονται.



Σαράντα Παλληκάρια, ένας θούριος και η τρέχουσα έκδοση...


Ειδικότερα οι παραλλαγές και οι παραφθορές αφθονούν σήμερα στα ιδιαίτερα δημοφιλή παλιά δημοτικά τραγούδια, τραγούδια που διαδόθηκαν ανά την επικράτεια ιδιαίτερα στο διάστημα του τελευταίου αιώνα. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και το γνωστότατο τραγούδι "Σαράντα Παλληκάρια". Τραγούδι που αποτελεί θούριο του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα κλέφτικο τραγούδι, το οποίο τοποθετείται χρονικά στην προεπαναστατική περίοδο, δηλαδή την περίοδο της κλεφτουριάς. Τα μετεπαναστατικά χρόνια και εντεύθεν διαδόθηκε και αγαπήθηκε τόσο πολύ, ώστε σήμερα συναντάται με ένα πλήθος παραλλαγών, σε πολλές περιοχές (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Λέσβος, Κύπρος κ.ά.). Μερικές σύγχρονες μουσικές εκδόσεις (ακόμα και αστείες παραλλαγές...) ακούγονται στη σελίδα των Τραγουδιών από την Αρκαδία. Η παραλλαγή πάντως που έχει καθιερωθεί και τραγουδιέται και ακούγεται στις μέρες μας είναι αυτή "του Μοριά" και είθισται να συνδέεται με την Τρίπολη, κοινώς Τριπολιτσά ή Τροπολιτσά, η Τρομπολιτσά :



Σαράντα παλικάρια από τη Λειβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα, απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο, καλώς τα τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπολιτσά


Ολόκληρη η παραλλαγή αυτή είναι σήμερα γνωστή (συνήθως) και τραγουδιέται ως εξής:



Σαράντα παλικάρια από τη Λε-, από τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε την Τροπό-, μωρ’ την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε, γέροντα, μωρ’ γέροντα απαντούν
Γεια σου, χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά
Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπό-, μωρ’ την Τροπολιτσά
Έλα και συ ρε γέρο, να πάμε για, να πάμε για κλεψιά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατί ’μαι γέ-, γιατί ’μαι γέροντας
Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό-, κι από τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό-, τον πιο μικρότερο
Που ’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας, και πέρδικας φτερά
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο, απ’ όλους πιο καλά




Γίνεται αναφορά λοιπόν σε μια πορεία μιας ομάδας κλεφτών προς την ιστορική Τροπολιτσά και στο "πάτημά" της, κάτι που έμμεσα υπονοεί ηρωικό σκοπό. Από τα δεδομένα των συλλογέων προκύπτει ότι το τραγούδι τοποθετείται πριν την επανάσταση, και επομένως δεν έχει σχέση με την πολιορκία της Τριπολιτσάς (1821).΄Ένα πρώτο ερώτημα που γεννάται στο σημείο αυτό είναι η χρονική τοποθέτηση του τραγουδιού (παραμονές επανάστασης, Ορλωφικά, διωγμοί, άλλες χρονικές στιγμές της κλεφτουριάς κλπ.). Ενα δεύτερο - μερικά σχετιζόμενο με το πρώτο - κατά πόσον το τραγούδι αυτό αφηγείται ένα απλό περιστατικό του κλέφτικου, ή μια σημαντική ιστορική στιγμή του. Μήπως η σημειολογία του συνδέεται με συγκεκριμένα περιστατικά ή και πρόσωπα της κλεφτουριάς και του μετέπειτα επαναστατικού αγώνα; Και τέλος ένα τρίτο, είναι η τοπική προέλευση του τραγουδιού. Θα δώσουμε παρακάτω κάποιες προσεγγίσεις, όπως και μια σύνοψη των απόψεων που έχουν διατυπωθεί.

Επιστρέφοντας στους στίχους της παραπάνω παραλλαγής, παρατηρούμε ότι η αναφορά στην "κλεψιά", δημιουργεί εκ πρώτης όψεως κάποιες αμφιβολίες σε σχέση με το επιδιωκόμενο σκοπό... "Κλεψιά" με την σημασία της αντιστασιακής πράξης, δηλ. ηρωικής πράξης κατά των Τούρκων, ή κοινή κλεψιά; Η κλεψιά (μόνον) κατά των (κακών και πλούσιων) Τούρκων και αντίσταση μαζί; Τελικά, ήταν ευγενική η πορεία εκείνη των κλεφτών προς την τουρκοκρατούμενη πρωτεύουσα του Μοριά; (για να μπορούμε να τραγουδάμε ή να ακούμε πιο άνετα το τραγούδι...). Αν αρκεσθεί κανείς σε μια "στε(γ)νή" ανάγνωση των στίχων, μάλλον δεν υπάρχει απόλυτα ασφαλής απάντηση... Ίσως αυτό να εξηγεί το ότι στο σχολείο, αλλά και στα "αστικά κέντρα" και στις επίσημες εκδηλώσεις, μάθαμε και μαθαίνουμε, ακούγαμε και ακούμε, μόνον τους πρώτους έξι στίχους... Αν λάβουμε πάντως υπ' όψη τα ιστορικά δεδομένα για τη δράση της κλεφτουριάς και μετά από μια προσεκτικότερη ανάγνωση, ακόμα και αν γίνει δεκτή η ακραία εκδοχή της κοινής κλεψιάς, διάχυτη παραμένει η εντύπωση, ότι τα "παλληκάρια" εκείνα αποτελούν μια παράνομη κλέφτικη ομάδα που πορεύεται για να "πατήσει" το κέντρο μιας ειδεχθούς τοπικής εξουσίας, την έδρα του Τούρκου κατακτητή στο Μοριά... Και αυτό ασφαλώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στόχος είναι η αντίσταση, ή η πρόκληση "δολιοφθοράς" στον ξένο δυνάστη από το "αντάρτικο" της εποχής. Ή ακόμα -και σε τελευταία ανάλυση- ο ανεφοδιασμός του...



Πέραν αυτού, το ποίημα δείχνει ότι οι κλέφτες, γνωρίζοντας ότι στον αγώνα δεν αρκεί μόνον η ανδρεία, ζητούν τη βοήθεια (και συμβουλή) και την συμπόρευση ενός έμπειρου γερο-κλέφτη. Που ξέρει τα κατατόπια, πως θα κοιμηθεί, που θα πορευτεί και που θα κρυφτεί... Και που διαθέτει την απαραίτητη σωφροσύνη, σύνεση και νηφαλιότητα... Ο γέροντας, έχοντας αποκάμει πια από τον μακρόχρονο αγώνα στα βουνά και στα λαγκάδια, αδυνατεί, αλλά πρόθυμα προσφέρει το γιο του, για τον οποίον μάλιστα εγγυάται ότι είναι εξ' ίσου καλά "μυημένος" και ικανός, όσο και σβέλτος και γρήγορος... Αλλά και έτοιμος να απαρνηθεί τις βουκολικές του ενασχολήσεις και να ενωθεί με την παράνομη ομάδα. Πρόκειται λοιπόν για ένα περιστατικό μιας πορείας ενός κλέφτικου σώματος της εποχής προς ένα τουρκοκρατούμενο κέντρο, πορείας που συνοδεύεται από στρατολόγηση νέου αίματος...

Το τραγούδι αυτό υπάρχει στη συλλογή του Ν. Πολίτη, στο μνημειώδες έργο του "Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού". Το τραγούδι στη συλλογή αυτή ξεκινά ως εξής:

Σαράντα παλληκάρια από την Λειβαδιά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά...





Εδώ δεν υπάρχει αναφορά στην "Τροπολιτσά", ενώ συγχρόνως ο Πολίτης αναφέρει πως το τραγούδι έχει συναντηθεί σε διάφορες παραλλαγές που αναφέρουν άλλες τοποθεσίες (Χίλια Χωριά, Σαμπάνικα, Καλό Χωριό). Επίσης, η αναφορά στην "κλεψιά" εισάγεται πιο γρήγορα, αν και συνδυαζόμενη με το όλο νόημα, μάλλον συνεχίζει να υπονοεί πράξη αντίστασης ενάντια στη Τουρκική σκλαβιά.





Όπως και να έχει το πράγμα, γεγονός είναι ότι το τραγούδι αυτό περιβλήθηκε με τέτοια γοητεία και αγαπήθηκε τόσο - ασφαλώς λόγω και του λεβέντικου μουσικού ρυθμού του και της ωραίας μελωδίας της εισαγωγής του - που διαδόθηκε και αγαπήθηκε σε όλη την Ελλάδα (και όχι μόνον στις διάφορες ...σχολικές χρήσεις) και τραγουδήθηκε από πολλούς γνωστούς και άγνωστους ερμηνευτές (Παπασιδέρης, Σ. Κάβουρας, Καζατζίδης, κ.ά.). Ας σημειωθεί ότι στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1947-1949) διασκευάστηκε και τραγουδήθηκε από τους αντάρτες του Δημοκρατικού στρατού. Συγχρόνως όμως επηρέασε και τους μουσικούς κύκλους της χώρας. Ας θυμηθούμε χαρακτηριστικά, ότι αποτέλεσε τη βάση του γνωστού συμφωνικού έργου "Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα ελληνικό τραγούδι του 21" που έγραψε ο συνθέτης Αντίοχος Ευαγγελάτος (1903-1981) στις αρχές του ίδιου εμφυλίου πολέμου. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η διασκευή του από τον Β. Παπαθανασίου, με ερμηνεύτρια την Ειρήνη Παππά...





Μάλιστα ο Κ. Π. Καβάφης, στην Κριτική του Εισαγωγή που έγραψε για τις «Εκλογές», σχολιάζει ευμενώς το δημοτικό μέτρο του τραγουδιού. Πραγματικά, και από μόνη της η λέξη "σαράντα", όσο και η έκφραση "σαράντα παλικάρια", είναι εύηχη και ηχεί επιβλητικά, "λεβέντικα". Η τελευταία μάλιστα δημιουργεί όντως ένα όμορφο δημοτικό μέτρο. Γεγονός που μάλλον εξηγεί και την ύπαρξη πληθώρας σχετικών και παρεμφερών αναφορών και εκφράσεων της δημοτική μας ποίησης, όπως «σαράντα χρόνια», άλλα «σαράντα παλληκάρια», «σαράντα και κάτι...», κ.ο.κ. σε δημοτικά (κλέφτικα, ακριτικά, μοιρολόγια, παραλογές κ.ά.), αλλά και σε άλλα νεώτερα τραγούδια...

«εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης...»,
«δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης...»,
«Στυλώσετέ μου τα οζά, σαράντα παλληκάρια...» (ακριτικό, Κρήτη)
«Σαράντα παλληκάρια στην άκρη του γιαλού επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού...» ... (σύγχρονο, Χατζηδάκις)
«σαράντα δυο αρχοντόπουλα...»,
«σαράντα δυό κλεφτόπουλα...»,
«σαράντα βρύσες με νερό...»,
«σαράντα μέρες περπατώ...»
«σαράντα χρόνια οπλαρχηγός...», κλπ. κλπ.

Χαρακτηριστικά, καταγράφεται ακόμα και μοιρολόι από τη Γορτυνία (Γορτυνιακά Γ', 1999, Δ. Κυριακόπουλος) με παραπλανητικό τίτλο «σαράντα παλικάρια», το οποίο πάντως, πέραν της αναφοράς σε μια μη κατονομαζόμενη πορεία, δεν παρουσιάζει καμιά νοηματική σχέση με το συγκεκριμένο κλέφτικο τραγούδι:



Σαράντα παλληκάρια κίνησαν και παν,
στο δρόμο που πηγαίναν και στη δεμοσιά
βρήκαν ένα πηγάδι, ξεροπήγαδο...



Άξιο προσοχής είναι πάντως, πως η εμφανής ομοιότητα στους πρώτους δύο πρώτους στίχους υποδηλώνει ότι το μοιρολόι είναι μεταγενέστερο, γεγονός που καταδεικνύει την απήχηση που είχε το κλέφτικο αυτό τραγούδι τουλάχιστον στην Αρκαδία...

Ακόμα, η συχνή εμφάνιση των σαράντα παλικαριών στη δημοτική μας ποίηση μπορεί να ερμηνευθεί και ιστορικά, αφού ο αριθμός "σαράντα" αναφέρεται συχνά σαν αριθμητική δύναμη αποσπασμάτων (ή μπουλουκιών) κλεφτών και Ελλήνων επαναστατών που έδρασαν την εποχή εκείνη.

Ας επανέλθουμε στο σημείο αυτό στο ερώτημα περί "ιστορικότητας" και χρονικής και χωρικής τοποθέτησης-προέλευσης του τραγουδιού. Από διάφορους Έλληνες μελετητές και λαογράφους, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί και δημοσιευθεί πληθώρα εκδοχών για το τραγούδι. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που το τραγούδι έχει περιβληθεί με ένα θρύλο...





Ερμηνείες και Παραλλαγές



Έτσι, όσον αφορά τον προορισμό (Τριπολιτσά ή όχι), την προέλευση -Λεβαδιά-, αλλά και την ταυτότητα γέρου και γιου, οι γνώμες διίστανται και είναι συχνά αλληλοσυγκρουόμενες. Αν δεχθούμε την Τριπολιτσά σαν προορισμό των κλεφτόπουλων, η Λεβαδιά ή Λειβαδιά της Ρούμελης φαίνεται όντως πολύ μακρινή για τα δεδομένα της εποχής, ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια πορεία. Έτσι ορισμένοι μελετητές (εκ Μορέως κυρίως ορμώμενοι...) επιμένουν ότι πρόκειται για την Λιβαδειά (από τη λέξη λιβάδι), περιοχή του χωριού Λεονταρίου Αρκαδίας (που έχει πολλά λιβάδια), το οποίο είναι κοντά στην Τριπολιτσά. Έτσι η παραλλαγή αυτή παραμένει και εγγράφεται ως έχει, με μόνη τροποποίηση μια απλή ...ορθογραφική ή φωνητική διόρθωση (Λειδαδιά σε Λιβαδιά ή Λεβαδιά σε Λιβαδιά, αντίστοιχα). Με την ερμηνεία αυτή, δικαιολογείται και ισχυροποιείται η Τροπολιτσά σαν προορισμός, αλλά προπαντός ως σύμβολο, όλα "δένουν" απολύτως, πράγμα που φυσικά βολεύει τους Μοραΐτες κυρίως....

Δεν λείπουν όμως οι ερμηνείες που διεκδικούν και δικαιολογούν την αναφορά της Λειβαδιάς. Συγκεκριμένα, άλλοι λαογράφοι και μελετητές - και από την Φωκίδα -, υποστηρίζουν ότι το τραγούδι δεν αναφέρεται στην Τρίπολη, αλλά στην Τοπολιτσά, παλιό όνομα του χωριού Κάστρο που βρίσκεται κοντά στην Λειβαδιά (στον Εθνικό δρόμο), μιλώντας έτσι για παράφραση από Τοπολιτσά σε Τροπολιτσά. Αυτό φυσικά οδηγεί φυσικά στην αποδοχή της Λειβαδιάς και Τοπολιτσάς και έτσι τα 40 παλικάρια ...μετακομίζουν στην Ρούμελη!

Τα πράγματα όμως περιπλέκονται με τις υποθέσεις αναφορικά με την ταυτότητα πατρός και υιού... Πολύ περισσότερο μάλιστα, αφού συναντιούνται και παραλλαγές στις οποίες αναφέρονται και συγκεκριμένα ονόματα. Έτσι πολλοί οπαδοί της ... μοραΐτικης εκδοχής, ισχυρίζονται ότι ο γέρος είναι ο Σταματέλος Τουρκολέκας (από το χωριό Τουρκολέκα του Λεονταρίου, που σκοτώθηκε το 1805) πατέρας του Νικηταρά (1782(4)-1849), τον οποίο και προσφέρει για "στρατολόγηση" ή για "ορμήνια"...

Άλλοι πάλι διατείνονται ότι ο γέρος που συναντούν στο δρόμο είναι ο αρματολός Ανδρέας Ανδρούτσος (ή Ανδρίτσος, από το χωριό Λιβανάτες του Νομού Φθιώτιδας της Ρούμελης, 1740-1797), πατέρας του Οδυσσέα (1788-1825) . Ο Ανδρέας Ανδρούτσος υπήρξε οπλαρχηγός, γενικός δερβέναγας της Στερεάς (από το 1787), αρχηγός των κλεφτών της Ρούμελης (από το 1771) και συναγωνιστής του Λάμπρου Κατσώνη. Έδρασε αρχικά στον Παρνασσό και επικεφαλής 500 παλικαριών συνέδραμε τον Κατσώνη και τον μικρό του στόλο στην αποτυχημένη επιχείρησή του κατά των Τούρκων, στο τέλος του 18 αιώνα (1790-1792). Η εκδοχή αυτή βολεύει φυσικά τους Ρουμελιώτες κυρίως...

Δεν λείπουν ακόμα και αναφορές στο πρόσωπο του Σουλιώτη οπλαρχηγού Κίτσου Τζαβέλα (1801-1855), γιου του Φώτου Τζαβέλα (1770-1809) φημισμένου αρχηγού των Σουλιωτών. Τέτοιες αναφορές έχουν γίνει από πολύ παλαιότερα, χαρακτηριστικά αναφέρεται σχετικό άρθρο του 1948, στηριγμένο σε μια λεσβιακή παραλλαγή του κλέφτικου αυτού τραγουδιού. Ας αναφερθεί εδώ ότι όταν το Σούλι παραδόθηκε στους Τούρκους (1803), ο Φώτος με την οικογένειά του και 2.000 Σουλιώτες πέρασε στην Πάργα κι από εκεί στην Κέρκυρα, όπου κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό. Το 1809 σκοτώθηκε στην Κέρκυρα από πράκτορες του Αλή Πασά. Ο Κίτσος έζησε τα πρώτα του χρόνια στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στο Σούλι, όπου έγινε καπετάνιος σε ηλικία 19 χρονών. Κατά την επανάσταση πολέμησε με τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη στην Ρούμελη.

Εδώ ας σημειώσουμε ότι ο Νικηταράς ήταν 21 χρονών όταν έχασε το πατέρα του. Ο Κίτσος ήταν μόλις 8, αλλά από 2 χρονών μέχρι 19 έζησε στην Κέρκυρα, όποτε δεν ταιριάζει στο δημοτικό τραγούδι. Τέλος ο Οδυσσέας ήταν μόλις 9, αλλά εδώ κάνοντας μια ιστορική αναδρομή θα δούμε ότι ο πατέρας του Ανδρέας έλειπε σε επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο από το 1792, ενώ το 1793 συνελήφθη από τους Βενετούς που τον παρέδωσαν στους Τούρκους και έκτοτε παρέμεινε φυλακισμένος στις φυλακές του Ναύσταθμου μέχρι το θάνατό του (1797). Συνεπώς ο Οδυσσέας ήταν μόλις 5 χρονών όταν έφυγε ο πατέρας του.... Άρα, αν το περιστατικό του τραγουδιού είναι αληθινό, τότε οι εκδοχές Κίτσου και Οδυσσέα πρέπει να αποκλεισθούν (άρα και ...συλλήβδην η ρουμελιώτικη εκδοχή...), για να αναδειχθεί πιο ισχυρή αυτή του Νικηταρά. Γι' αυτόν όμως είναι γνωστό ότι πρωτοβγήκε στο κλέφτικο σε ηλικία μόλις 11 χρονών (δηλ. το 1793/1795) ακολουθώντας τον πατέρα του, για να ενταχθεί αργότερα στο σώμα του Ζαχαριά και στη συνέχεια, μετά το θάνατο του πρώτου, να φύγει στα Επτάνησα. Επομένως ούτε αυτή η εκδοχή στέκει ιστορικά.

Είναι φανερό πάντως, ότι όλες οι παραπάνω εκδοχές, αν και υποδηλώνουν κάποιες "αποσχιστικές" τάσεις (πέραν της γεωγραφικής...) μεταξύ ...Βορρά και Νότου, Ρούμελης και Μοριά, έχουν τρία ισχυρά κοινά σημεία:

(α) Δικαιολογούν το τραγούδι σαν καθαρά κλέφτικο, τοποθετώντας το χρονικά πριν το 21 και μάλιστα πριν το 1805, χρόνο θανάτου του πατέρα του Νικηταρά.
(β) Όλοι οι παραπάνω νεαροί βλαστοί έμελλαν να γίνουν σύμβολα και ήρωες της επανάστασης...
(γ) Στο χώρο και διαφαινόμενο χρόνο δημιουργίας του τραγουδιού όλοι οι γιοι ήταν γνωστοί μόνον από τους πατεράδες τους, στην ευρύτερη περιοχή στην οποία οι τελευταία ζούσαν και δρούσαν. 'Έγιναν απλά γνωστοί στο πανελλήνιο με τα κατορθώματά τους λίγο μετά την έκρηξη της επανάστασης, κυρίως όμως στη συνέχειά της και στην μετεπαναστατική περίοδο...

Και μπορούν όλες εύκολα να ερμηνευθούν αν τοποθετηθούν στο πρίσμα του μετεπαναστατικού "τοπικού γοήτρου"... ή τοπικισμού, όσων κατά την επανάσταση ή και αργότερα από αυτήν, ή και πρόσφατα, θέλησαν από αγνή πρόθεση να "κόψουν και να ράψουν" το τραγούδι αυτό στα μέτρα τους, διεκδικώντας για την περιοχή τους (Τριπολιτσά, Λειβαδειά, κλπ.) την "πατρότητά" του... Είναι βέβαια πιθανή και η εκδοχή το τραγούδι να φτιάχτηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα για ένα φανταστικό περιστατικό που εμπλέκει τα συγκεκριμένα και ήδη γνωστά πρόσωπα της επανάστασης, χωρίς ο δημιουργός να γνώριζε επιμέρους γεγονότα και ημερομηνίες. Το πλέον φυσικό όμως που θα μπορούσε να δεχτεί κανείς είναι, το αρχικό τραγούδι να προϋπείρχε και απλά να προσαρμόστηκε στα χρόνια της επανάστασης ή αργότερα με μια ή περισσότερες παραλλαγές. Μερικές από αυτές θα δούμε και θα συζητήσουμε πιο κάτω.

Πολλές εκδοχές για το τραγούδι έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς και από λαογράφους προερχόμενους εξ Αρκαδίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται ύπαρξη παραλλαγής που ως τόπο προέλευσης παρουσιάζει την «Αρκαδιά» (δηλαδή την Κυπαρισσία όπως λεγόταν την εποχή εκείνη), σαν προορισμό την Τριπολιτσά και σαν γέρο, τον πατέρα του γνωστού Νικηταρά. Αυτή ακριβώς την εκδοχή υποστήριξε και ο εκ Τριπόλεως ιεροψάλτης, αγιογράφος, πρωτοψάλτης και τραγουδιστής Γ. Παναγιωτόπουλος (ή Κούρος), ο οποίος στηριζόμενος σε ιστορικές πηγές δημοσίευσε μια "εξιδανικευμένη" παραλλαγή, που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για τον ηρωικό σκοπό των παλικαριών και παράλληλα τονώνει το "τοπικόν φρόνημα", Αρκάδων και Μοραϊτών... Μια παραλλαγή όμως που δεν έχει αναφερθεί αλλού ή εντοπισθεί στην προγενέστερη βιβλιογραφία.



Σαράντα παλληκάρια από την Λιβαδιά (Αρκαδιά;)
Καλά κι' αρματωμένα πάνε για τον Μοριά .
Στον δρόμο που πηγαίνουν και στη δημοσιά
απάντησαν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα .
Πού πάτε παλληκάρια, λεβέντικα παιδιά ;
Πάμε να πολεμήσουμε στην Τριπολιτσά .
Αχ, δεν μπορώ παιδιά μου, να 'ρχόμουνα κι΄εγώ
Σας δίνω τον υγιό μου τον μικρότερο.
Τρέχουνε σαν ελάφια κάμπους και βουνά
Και μπήκαν με τους πρώτους στην Τριπολιτσά .


Εδώ λοιπό η "κλεψιά" εξαλείφεται παντελώς και επιστρέφει η Τριπολιτσά... Αν και υπέρμαχος ο Γ. Παναγιωτόπουλος της σχέσης του τραγουδιού με την Τρίπολη, αναγκάστηκε να παραδεχθεί τελικά (το αναμενόμενο...) ότι (δυστυχώς και) το τραγούδι αυτό είχε υποστεί παραποίηση στην πορεία του χρόνου...

Την άποψη για Λειβαδιά - Τοπολιτσά ενστερνίζεται, μεταξύ άλλων, και ο Αρκάδας εκπαιδευτικός Σταμάτης Μακρής (από τη Μυγδαλιά Γορτυνίας), που έχει ασχοληθεί με τη καταγραφή και την ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού. Η άποψη αυτή πραγματικά φαίνεται πιο πειστική, αναφορικά με την αυθεντικότητα της παραλλαγής. Ο Σταμάτης Μακρής λοιπόν δίνει την ακόλουθη παραλλαγή, όπως την άκουσε από τον οργανοπαίκτη πατέρα του, αλλά και άλλους παλιούς συγχωριανούς του, επιμένοντας στο τοπωνύμιο Τοπολιτσά και αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι όσοι το τραγουδούν λέγοντας "σαράντα παλικάρια πάνε για να απαντήσουνε την Τροπολιτσά", το διασκευάζουν και αυτοί στα μέτρα τους (προφανώς υπονοεί τους Μοραΐτες και Τριπολίτες...). Και ότι ακόμα οι σύγχρονοι οργανοπαίκτες δεν γνωρίζουν ούτε παίζουν καλά την όμορφη εισαγωγή του τραγουδιού...



Σαράντα παλληκάρια από την Λεβαδιά
Πάνε για να πατήσουν παιδιά μου, την Τοπολιτσά (δις).
Στον δρόμο που πηγαίνουν, παιδιά μου, 'να γέροντα απαντούν
Γειά σου χαρά σου, γέρο λεβέντη-Καλώς τα τα παιδιά (δις)
Πού πάτε, παλικάρια, παιδιά μου, που πάτε, ρε παιδιά;
Πάμε για να πατήδουμε, γέρο, την Τοπόλιτσα (δις)
Έλα κοντά μας, γέρο λεβέντη, να πάμε για κλεψιά*
Δεν ημπορώ, παιδιά μου, λεβέντες, γιατί εγέρασα (δις)

*ή για ορμηνειά


Μια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού συναντάται στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, ενώ δεν είναι γνωστή η χρονική της τοποθέτηση. Η παραλλαγή αυτή ανατρέπει άρδην αφετηρία και προορισμό, καταργώντας την Τρι(ο)πολιτσά και διαφοροποιεί σημαντικά το περιεχόμενο των στίχων. Το επεισόδιο φαίνεται αυτή τη φορά να εκτυλίσσεται στη Ρούμελη και μάλιστα στην περιοχή της Λειβαδιάς. Η κλεψιά όμως, κλεψιά, και το νόημα παραμένει το ίδιο, ανεξαρτήτως αφετηρίας και προορισμού.



Από την Κουδουνίτσα ως τη Λειβαδιά
σαράντα παλληκάρια πάνε για κλεψιά .
Στο δρόμο που πηγαίναν, κεί στη Λειβαδιά
πανταίνουν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα .
Χάιντε να πάμε γέρο, γέρο για κλεψιά
δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ' εγέρασα
Μον' πάρτε τον υγιό μου τον τρανύτερο
που ξέρει μονοπάτια και στενώματα.


Αναφέρεται ακόμα και μια ανέκδοτη παραλλαγή από τη Δόριζα Μαντινείας - ίσως μεταγενέστερη διασκευή - η οποία προσθέτει μια άλλη νοηματική εκδοχή. Και αυτή αγνοεί την Τριπολιτσά, εισάγοντας το άγνωστο στην Αρκαδία και γνωστό στη Στερεά Ελλάδα (και αλλού) Μεγάλο Χωριό. Το νόημα εδώ διαφοροποιείται (παραποιείται), αφού επικεντρώνεται όχι σε κινδύνους στο ένδοξο πεδίο της μάχης, ή έστω κατά την "κλεψιάν", αλλά σε κινδύνους που ελλοχεύουν (αδόξως) μόνον πίσω από επίγειες απολαύσεις... Ας τη δούμε κι αυτήν:



Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά
Βγήκαν αρματωμένα, πάνε για κλεψιά .
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο .
Γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθειά σπηλιά
Οπέλιωνε τα' ασήμι κι' έφτιανε κουμπιά .

Γειά σου χαρά σου γέρο, καλώς τα παιδιά
Καλώς τα παλληκάρια, τα κλεφτόπουλα.
Σήκου να βγούμε γέρο, κλέφτες στα βουνά
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ' εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
Και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο.

Πώχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σούρματα
Ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα
Ξέρει τις κρύες βρύσες πώπινα νερό
Ξέρει τα μοναστήρια πώπαιρνα ψωμί
Και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουνα .

Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό
Έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε
Και στον κατή σας πάνε , σας κρεμάσουνε.

Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε
Επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε .
Σαν τα' άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε
Κουμπούρια ξεκρεμάει κι' αρματώνεται.

Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά:
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή
Να βγάλει τα παιδιά μου απ' τη φυλακή …


Ας σημειώσουμε εδώ ότι η παραπάνω παραλλαγή μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετήσει και άλλες υπάρχουσες ερμηνείες αναφορικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό των παλληκαριών: εσωτερική μετανάστευση σε περιοχές όπου επικρατεί το ελληνικό στοιχείο για αναπαραγωγή (με Ελληνίδες) και διαιώνιση του γένους, και αυτό λόγω της σεξουαλικής καταπίεσης που υφίσταντο οι Ελληνίδες από τους ...παμφάγους Τούρκους, στις περιοχές που αυτοί υπερτερούσαν!...



Μια άλλη παραλλαγή μας έρχεται από την Κύπρο, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι ουσιαστικό. Μοιάζει νοηματικά με την παραπάνω - είναι σχεδόν παράφρασή της- και φαίνεται και αυτή μεταγενέστερη. Εδώ η Τροπολιτσά επιστρέφει, το ίδιο κι ο Νικηταράς, αν και δεν γνωρίζουμε για ποιους ακριβώς λόγους. Ίσως γιατί οι Κύπριοι είχαν πιστέψει μετεπαναστατικά στην εθνεγέρτρια δύναμη της Τριπολιτσάς και των ηρώων της και αναφανδόν ετάχθησαν (ίσως και λόγω Πάφου βεβαίως...) αλληλέγγυοι μαζί της! Το τοπίο για τα παλικάρια συνεχίζει να είναι ολίγον θολό, εγείροντας τις ίδιες αμφιβολίες για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Καλή η κλεψιά (κατά των τυράννων), αλλά γιατί τέτοια εμμονή στα μεθύσια;



Σαράντα παλληκάρια τζ' απού την Λιβαδκιάν
Καράβιν αρματώσασιν να παν εις την κλεψάν .
Στοδ δρόμομ που πααίναν, γέρον ανταμώσασιν.
Ώρα καλή σου γέρο, καλώς τα τα παιδκιά .
Που πάτε βρε κοπέλλια, που πάτε βρέ παιδκιά;
Πάμεν για να πατήσουμεν την Τριπολιτζάν .

Μέμ πάτε βρέ κοπέλλια, μέμ πάτε βρέ παιδκιά, εις την Τριπολιτζάν.
Τζ' 'εσ'ει γλυτζ'υγ κρασάτσ'ιν, κουμανταρκάμ πολλήν
Θα πκήτε θα μεθύσετε και τζ'αι θα σας πκιάσουσιν
Στην φυλακήν σας βάλλουν τζ'αί να σας κρεμμάσουσιν .

Πάμεν τζ'αί σύ θκειέ γέρο, για να μας βοηθάς
Δεν ημπορώ βρέ κοπέλλια γιατί πκιόν εγέρασα
Περάστε που τοδ' δρόμον τζ' 'απού τομ μαχαλλάν
Τζ' αί πάρτε τον υίομ μου τζείν τον Νικηταράν
Που έσ'ει λαού ποάρκα, πέρτικας τα φτερά
Πού αχτυπά των ποδκιών του τζ'αννοίει τα φτερά
Τζ' αί βκαίννει σ'τά βουνά .

Περάσαμ' πού τοδ δρόμον τζ' απού τον μαχαλλάν
Τζ' επήραν τον υιόν μου, τζείν' τον Νικηταράν
Που έσ'ει λαού ποάρκα, πέρτiκας τα φτερά
Τζ' αχτύπαν των ποδκιών του τζ' άννοιεν τα φτερά
Τζ' έβκαιννες στα βουνά …






Αντί Επιλόγου



Όποια παραλλαγή κι αν δούμε από τις παραπάνω, όποια ερμηνεία και αν δεχθούμε, το τραγούδι συνεχίζει να μιλά για ένα περιστατικό της ζωής των κλεφτών και αρματολών. Έστω και απλό, πάντως ανθρώπινο. Μιας ζωής σκληρής κι αγέρωχης στα κακοτράχαλα κι άπαρτα βουνά μιας στενάζουσας πατρίδας. Που κατά καιρούς έχει την ανάγκη να "ξεβγεί" στα "αστικά" τουρκοκρατούμενα κέντρα της εποχής. Για αντιστασιακή δράση και "κλεψιά", ακόμα και για κάποιες -δικαιολογημένες (γιατί όχι;)- επίγειες απολαύσεις, μετά τις τόσες στερήσεις στα βουνά, στις σπηλιές και στις κρυψώνες.

Το δημοτικό τραγούδι εκφράζει τους πόθους, τις εξάρσεις και τις ανησυχίες ενός λαού. Στο χρόνο και στον εθνικό χώρο του. Και γι' αυτό πάντα βρίσκεται σε εξέλιξη: είναι αντικείμενο αλλαγών, προσαρμογών, ακόμα και αλλοιώσεων. Οι παραπάνω παραλλαγές, εκφράζουν ακριβώς αυτή τη δύναμη, τη δυναμική του. Να διατηρείται και συγχρόνως να αλλάζει, σύμφωνα με τις ανάγκες όσων αποφασίζουν να το "δανεισθούν". Στα χείλη, στ' αυτιά, στην καρδιά και στα πόδια των απλών ανθρώπων. Που σε τελευταία ανάλυση είναι ο ίδιος ο λαός. Τα 40 παλικάρια εκφράζουν διαχρονικά τους ατίθασους, τους ασυμβίβαστους, τους εξεγερμένους, τους παράτολμους -ίσως περιθωριακούς και παράνομους- της κάθε εποχής. Ας τα αφήσουμε (ήσυχα) να πορεύονται στις μακρινές εκείνες άγνωστες και γνωστές, ιστορικές και μη, κοπιαστικές πορείες τους, που σε τελευταία ανάλυση συμβολίζουν την αντίσταση στην κάθε μορφής καταπίεση, σκλαβιά και αυταρχική εξουσία. Ο προορισμός είναι η δική τους -και για μας γνωστή και συνάμα άγνωστη- Ιθάκη. Και το όνομά του εκάστοτε προορισμού ή και αφετηρίας ίσως να μην έχει την παραμικρή απολύτως σημασία...





Πηγές:



1. Ν. Πολίτης "Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού" (εκδ. ΕΚΑΤΗ, Αθήναι 2001)
2. Κ. Π. Καβάφης Κριτική Εισαγωγή στις "Εκλογές από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού";
3. Βασίλης Αναστασόπουλος, "Το δημοτικό τραγούδι για σαράντα παλληκάρια"
5. Βαγγέλης Καραγιάννης «Ο Τζαβέλας», Περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», Μάϊος – Ιούνιος 1948
6. Σταμάτης Μακρής: "Βίωμα και Μεράκι", Παπαναστασίου, Τρίπολη, 1999
7. Α. Γριτσόπουλος, "Η ιστορία της Τριπολιτσάς"
8. Γορτυνιακά Γ', 1999


leodari

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.